δοίδυξ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
German (Pape)
[Seite 651] (falsch δοῖδυξ), υκος, ὁ, die Mörserkeule; σμικρὸς καὶ στρογγύλος, Ar. Equ. 979 Pl. 711; bei B. A. 239 τριβεύς erkl.; Poll. 10, 104.
Greek (Liddell-Scott)
δοίδυξ: -ῡκος, ὁ, «γουδοχέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, κτλ.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
pilon.
Étymologie: DELG t. techn. et familier, sans étym.
Greek Monolingual
δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)
γουδοχέρι, αλετρίβανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη].
Russian (Dvoretsky)
δοίδυξ: ῡκος ὁ пест Arph.
Frisk Etymological English
-υκος
Grammatical information: m.
Meaning: pestle (Ar.).
Compounds: As first member in δοιδυκο-ποιός (Plu.) and in parodizing δοιδυκο-φόβα (Luc.)
Derivatives: Denomin. διαδοιδυκίζω clench the fist as a p. (Com. Adesp.), ἀναδοιδυκίζειν ἀναταράσσειν H. (EM).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. The suffix -υκ- is typical of Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek s.v.). o < α before υ in the next syllable.