δοίδυξ

From LSJ
Revision as of 00:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

German (Pape)

[Seite 651] (falsch δοῖδυξ), υκος, ὁ, die Mörserkeule; σμικρὸς καὶ στρογγύλος, Ar. Equ. 979 Pl. 711; bei B. A. 239 τριβεύς erkl.; Poll. 10, 104.

Greek (Liddell-Scott)

δοίδυξ: -ῡκος, ὁ, «γουδοχέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, κτλ.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
pilon.
Étymologie: DELG t. techn. et familier, sans étym.

Greek Monolingual

δοῑδυξ (-υκος), ο (Α)
γουδοχέρι, αλετρίβανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της καθημερινής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό της οποίας η ετυμολ. είναι άγνωστη].

Russian (Dvoretsky)

δοίδυξ: ῡκος ὁ пест Arph.

Frisk Etymological English

-υκος
Grammatical information: m.
Meaning: pestle (Ar.).
Compounds: As first member in δοιδυκο-ποιός (Plu.) and in parodizing δοιδυκο-φόβα (Luc.)
Derivatives: Denomin. διαδοιδυκίζω clench the fist as a p. (Com. Adesp.), ἀναδοιδυκίζειν ἀναταράσσειν H. (EM).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. The suffix -υκ- is typical of Pre-Greek (Beekes, Pre-Greek s.v.). o < α before υ in the next syllable.