κάρπασον
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Greek Monolingual
κάρπασον, τὸ (Α)
1. το φυτό λευκός ελλέβορος
2. ο δηλητηριώδης χυμός του ελλέβορου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, λέξη όπως επιβεβαιώνεται από την εναλλαγή s και th οδοντικού: Καρπασία / Κάρπαθος (πρβλ. λατ. carpasum / carpathum). Η αναγωγή της λ. σε καρπός και επίθημα -άσον είναι προφανώς εσφαλμένη. Στη Μυκηναϊκή μαρτυρούνται τα θηλ. ονόματα kapasija και kapatija].
Russian (Dvoretsky)
κάρπᾰσον: τό тж. pl. карпас (тонкая льняная ткань) Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: name of a plant with poisonous sap, white hellebore, Veratrum album (med., Orph.);
Dialectal forms: Myc. women's names Kapasija, Kapatija
Compounds: ὀπο-κάρπασον (Dsc.; Lat. opocarpathon) = ὀπὸς καρπάσου (= Lat. sucus carpathi, Plin.), after ὀπο-βάλσαμον; ξυλο-κάρπασον (Gal.) after ξυλο-βάλσαμον (Risch IF 59, 287).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Lat. carpathum with th for -σ- points to foreign (mediterranean ) origin; both forms already in Myc. A form with dental is found also in the name of the island Κάρπαθος, which was named after the plant (Bogiatzides Ἀθ. 29, 72ff.); here also the PlN Καρπασία (Cyprus). The s-form also came in Latin (carpasum, carbasa). - Derivation from καρπός (Brugmann Sächs. Ber. 1899, 185) is of course unthinkable. - The variation θ \/ σ is typical for Pre-Greek and points to a -ty-.