σμοιός

From LSJ
Revision as of 07:31, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

German (Pape)

[Seite 911] = σκυθρωπός, auch μοιός u. σμυός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σμοιός: -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = σκυθρωπός· ὡσαύτως μοιός, σμυός, Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».

Greek Monolingual

-ά, -όν και σμοῑος, -οία, -ον και σμυός, -ά, -όν και μοῑος, -οία, -ον, Α
1. σκυθρωπός
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: Meaning doubtful, s. bel. (Hdn. Gr., H., Theognost.).
Other forms: also σμυός, μοιός (H.) = χαλεπός, φοβερός, στυγνός, σκυθρωπός.
Derivatives: PN Σμοῖος (Ar. Ek. 846)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Doubting supposition by Prellwitz s. v. (to Russ. smúryj darkgray, NHG. Schmutz etc.). - The variation points to a Pre-Greek word.