Νειλῷος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
α, ον,
A = Νειλαῖος, Luc.Nav.15, PMasp.2 ii 21 (vi A.D.); τὰ Νειλῷα festival on the inundation of the Nile, Hld.9.9.
Greek (Liddell-Scott)
Νειλῷος: -α, -ον, = Νειλαῖος, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 15 τὰ Νειλῷα, ἑορτὴ κατὰ τὴν πλήμμυραν τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 9. 9, πρβλ. Διόδ. 1. 36.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
du Nil.
Étymologie: Νεῖλος.
Greek Monotonic
Νειλῷος: -α, -ον, = Νειλαῖος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
Νειλῷος: нильский, т. е. египетский (ταρίχη Luc.).