εἱλωτεία

From LSJ
Revision as of 19:56, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

German (Pape)

[Seite 730] ἡ, der Helotenstand, Leibeigenschaft, Plat. Legg. VI, 776 c.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλωτεία: ἡ, ἡ κατάστασις Εἵλωτος ἐν Σπάρτῃ, Πλάτ. Νόμ. 776C. ΙΙ. τὸ σύνολον τῶν Εἱλώτων, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 22· πρβλ. δουλεία ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
condition d’hilote.
Étymologie: εἵλως.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ία Sch.Pl.Alc.1.122d, Hsch.s.u. νεοδαμώδεις
1 en Esparta sistema servil basado en los hilotas σχεδὸν πάντων τῶν Ἑλλήνων ἡ τῶν Λακεδαιμονίων εἱ. πλείστην ἀπορίαν παράσχοιτ' ἂν καὶ ἔριν Pl.Lg.776c, τὴν εἱλωτείαν τὴν ὕστερον συμμείνασαν μέχρι τῆς Ῥωμαίων ἐπικρατείας Str.8.5.4
entendido simplemente como esclavitud, servidumbre Sch.Pl.l.c., Hdn.Epim.48, Paus.Gr.ε 16.
2 el conjunto o clase de los hilotas considerado particularmente rebelde, Arist.Pol.1269b12, aunque τοὺς γεωργοὺς ... πολὺ μᾶλλον εἰκὸς εἶναι χαλεποὺς ... ἢ τὰς παρ' ἐνίοις εἱλωτείας τε καὶ πενεστείας καὶ δουλείας Arist.Pol.1264a35.

Greek Monolingual

εἱλωτεία, η (Α)
1. η κατάσταση τών ειλώτων στη Σπάρτη
2. το σύνολο τών ειλώτων.

Russian (Dvoretsky)

εἱλωτεία:
1) илотство, крепостное право в Спарте (ἡ τῶν Λακεδαιμονίων εἱ. Plat.; αἱ εἱλωτεῖαι καὶ δουλεῖαι Arst.);
2) собир. илоты Arst.