διαμονομαχέω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
A fight a single combat, πρὸς ἀδελφούς Plu.2.482c, cf. Hld.7.16.
German (Pape)
[Seite 590] einen Zweikampf haben; πρός τινα ὑπέρ τινος, Plut. de frat. am. 8; τινί, Heliod. 7, 16.
Greek (Liddell-Scott)
διαμονομᾰχέω: διεξάγω μονομαχίαν, πρός τινα Πλούτ. 2. 482C· τινὶ Ἡλιόδωρ. 7, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lutter en combat singulier.
Étymologie: διά, μονομαχέω.
Spanish (DGE)
batirse en duelo ὑπὲρ οἰκοπέδου ... πρὸς ἀδελφούς Plu.2.482c, cf. Hld.7.16.3, Aps.p.234 (cód.).
Russian (Dvoretsky)
διαμονομᾰχέω: единоборствовать (πρός τινα Plut.).