θεόσυτος

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσῠτος Medium diacritics: θεόσυτος Low diacritics: θεόσυτος Capitals: ΘΕΟΣΥΤΟΣ
Transliteration A: theósytos Transliteration B: theosytos Transliteration C: theosytos Beta Code: qeo/sutos

English (LSJ)

ον,

   A sent by the gods, θ. ἢ βρότειος; A.Pr.116; νόσος ib. 596 (lyr.):—also θεόσσυτος χειμών ib.643.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσῠτος: -ον, θεόπεμπτος, θ. ἢ βρότειος (πρβλ. θέορτος) Αἰσχύλ. Πρ. 116· νόσος αὐτόθι 596· ποιητ. θεόσσυτος χειμὼν αὐτόθι 643.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé par les dieux.
Étymologie: θεός, σεύομαι.

Greek Monolingual

θεόσυτος, -ον (Α)
βλ. θεόσσυτος.

Greek Monotonic

θεόσῠτος: -ον (σεύω), σταλμένος από το θεό, θεόπεμπτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεόσῠτος: ниспосланный богами (νόσος Aesch.).