οἰνών

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek (Liddell-Scott)

οἰνών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9· οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D· οἰνεών, Γεωπ. 7. 7, 6· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
cellier pour le vin.
Étymologie: οἶνος.

Greek Monotonic

οἰνών: -ῶνος, ὁ (οἶνος), κελάρι για φύλαξη κρασιού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

οἰνών: ῶνος ὁ винный погреб Xen.