αγρότης

From LSJ
Revision as of 12:08, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (Α ἀγρότης) (θηλ. Α -ις, Ν -ισσα)
αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, χωρικός, γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός.
ΠΑΡ. αγροτιά, αγροτικός.
ΣΥΝΘ. αγροτοπατέρας].
(II)
ἀγρότης, ο (Α) (θηλ. -τις) ἄγρα
κυνηγός.