ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
(I)ο (Α ἀγρότης) (θηλ. Α -ις, Ν -ισσα)αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, χωρικός, γεωργός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός.ΠΑΡ. αγροτιά, αγροτικός.ΣΥΝΘ. αγροτοπατέρας].(II)ἀγρότης, ο (Α) (θηλ. -τις) ἄγρακυνηγός.