εύνομος

From LSJ
Revision as of 12:54, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α εὔνομος, -ον) αυτός που κυβερνάται με καλούς, δίκαιους νόμους («τάνδ' ἐς εὔνομον πόλιν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πράγματα ή ενέργειες) αυτός που γίνεται δίκαια, νόμιμα («ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον», Πίνδ.)
2. φρ. «μοῑρα εὔνομος» — ευνομία, (Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω), πρβλ. έν-νομος, παρά-νομος].
(II)
εὔνομος, -ον (Α)
(για τόπους) αυτός που έχει καλή βοσκή, που είναι κατάλληλος για βοσκή («εὔνομα ἄλση», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -νομος (< νέμω «βόσκω»), πρβλ. αγρο-νόμος, βου-νόμος.