γαλόνι
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek Monolingual
(I)
το
1. στενή ταινία, σιρίτι, ραμμένο επάνω στα μανίκια ή στους ώμους στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού, για να δείχνει τον βαθμό του
2. φρ. α) «έχει πλάκα τα γαλόνια» — έχει μεγάλο βαθμό
β) «πήρε ένα γαλόνι» — προήχθη στον αμέσως ανώτερο βαθμό
γ) «του ξήλωσαν τα γαλόνια» — τον καθήρεσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gallone «γαλόνι, σιρίτι»].
(II)
το
μέτρο χωρητικότητας στερεών και υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) gallon].