γαλόνι

From LSJ
Revision as of 12:59, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

(I)
το
1. στενή ταινία, σιρίτι, ραμμένο επάνω στα μανίκια ή στους ώμους στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού, για να δείχνει τον βαθμό του
2. φρ. α) «έχει πλάκα τα γαλόνια» — έχει μεγάλο βαθμό
β) «πήρε ένα γαλόνι» — προήχθη στον αμέσως ανώτερο βαθμό
γ) «του ξήλωσαν τα γαλόνια» — τον καθήρεσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gallone «γαλόνι, σιρίτι»].
(II)
το
μέτρο χωρητικότητας στερεών και υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) gallon].