καταθλώ
Greek Monolingual
(I)
καταθλῶ, -άω (Α)
1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια
2. ευνουχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θλῶ «σπάζω»].
(II)
καταθλῶ, -έω (Α)
1. καταβάλλω, νικώ κάποιον
2. εξουσιάζω
3. ασκώ, γυμνάζω
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες
(για στρατιώτες) αυτοί που είναι καλά γυμνασμένοι
5. εισφέρω για την τέλεση αθλητικών αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀθλῶ (< ἆθλος)].