καταθλώ

Revision as of 13:19, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
καταθλῶ, -άω (Α)
1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια
2. ευνουχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θλῶ «σπάζω»].
(II)
καταθλῶ, -έω (Α)
1. καταβάλλω, νικώ κάποιον
2. εξουσιάζω
3. ασκώ, γυμνάζω
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες
(για στρατιώτες) αυτοί που είναι καλά γυμνασμένοι
5. εισφέρω για την τέλεση αθλητικών αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀθλῶ (< ἆθλος)].