λακώ

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

(I)
(Α λακῶ, -άω)
νεοελλ.
φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω
αρχ.
διασπώμαι, διαρρηγνύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. του λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι», διαρρηγνύομαι»].
(II)
λακῶ, -έω (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ληκώ.