ληκώ
From LSJ
English (LSJ)
οῦς, ἡ, membrum virile (whence ληκάω), Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 39] οῦς, ἡ, das männliche Glied, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ληκώ: -οῦς, ἡ, τὸ ἀνδρικὸν μόριον, ὅθεν ληκάω, Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
(I)
ληκῶ (Α)
βλ. ληκάω.
(II)
ληκῶ, -έω, δωρ. τ. λακῶ (Α)
κροταλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ- του λάσκω (πρβλ. λέληκα, παρακμ. του λάσκω)].
(III)
ληκώ, -οῦς, ἡ (Α)
το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ- του ληκάω + κατάλ. -ώ (πρβλ. πειθώ)].