ληκώ

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληκώ Medium diacritics: ληκώ Low diacritics: ληκώ Capitals: ΛΗΚΩ
Transliteration A: lēkṓ Transliteration B: lēkō Transliteration C: liko Beta Code: lhkw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, membrum virile (whence ληκάω), Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 39] οῦς, ἡ, das männliche Glied, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ληκώ: -οῦς, ἡ, τὸ ἀνδρικὸν μόριον, ὅθεν ληκάω, Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

(I)
ληκῶ (Α)
βλ. ληκάω.
(II)
ληκῶ, -έω, δωρ. τ. λακῶ (Α)
κροταλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ- του λάσκω (πρβλ. λέληκα, παρακμ. του λάσκω)].
(III)
ληκώ, -οῦς, ἡ (Α)
το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ- του ληκάω + κατάλ. -ώ (πρβλ. πειθώ)].