Κρονίδης

Revision as of 12:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, Patron.,

   A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al.    II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.

English (Autenrieth)

son of Cronus, Zeus, often used alone without Ζεύς, Il. 4.5.

Greek Monolingual

Κρονίδης, ὁ (Α)
1. ο γιος του θεού Κρόνου, ο Ζευς («Ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη...» Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. oἱ Κρονίδαι
οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κεχροπ-ίδης, Κενταυρ-ίδης)].

Greek Monotonic

Κρονίδης: [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Κρονίδης: дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. βύθιος - см. βύθιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).

Middle Liddell

Κρονί˘δης, ου,
patronym., son of Cronus, i. e. Zeus, Hom.