ἀκαμαντολόγχης

From LSJ
Revision as of 12:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰμαντολόγχης: неутомимо действующий копьем (Σπαρτοί Pind.).

Middle Liddell

λόγχη
unwearied at the spear, Pind.