ἀκόμπαστος

From LSJ
Revision as of 12:39, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόμπαστος Medium diacritics: ἀκόμπαστος Low diacritics: ακόμπαστος Capitals: ΑΚΟΜΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akómpastos Transliteration B: akompastos Transliteration C: akompastos Beta Code: a)ko/mpastos

English (LSJ)

ον,

   A unboastful, A.Th.538, E.Fr.872:—ἄκομπος, A. Th.554, S.Fr.210.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόμπαστος: καὶ ἄκομπος, ον, ὁ μὴ κομπάζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 538, αὐτόθι 554.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans jactance, modeste.
Étymologie: ἀ, κομπάζω.

Spanish (DGE)

-ον
no jactancioso, no fanfarrón A.Th.538, λόγος E.Fr.872, φάτις E.Fr.873.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόμπαστος, -ον) κομπάζω
αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων.

Greek Monotonic

ἀκόμπαστος: -ον (κομπάζω), αυτός που δεν κομπάζει, που δεν υπερηφανεύεται, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόμπαστος: лишенный хвастливости Aesch., Eur.

Middle Liddell

κομπάζω
not boastful, Aesch.