φοινικοπάρῃος

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ἰων ἀντὶ φοινικοπάρειος, ὁ ἔχων ἐρυθρὰς παρειάς, ὡς τὸ μιλτοπάρῃος, ἐπίθετον τῶν πλοίων, ὧν αἱ πρῷραι ἐχρωματίζοντο κόκκιναι, Ὀδ. Λ. 124, Ψ. 271.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux flancs (litt. aux joues) écarlates (navire).
Étymologie: ion. p. *φοινικοπαρειος de φοῖνιξ¹, παρειά.

Greek Monotonic

φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ιων. αντί -πάρειος, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοπάρῃος: пурпурнощекий, т. е. с пурпурными бортами (νηῦς Hom.).

Middle Liddell

φοινῑκο-πά˘ρῃος, ον, [ionic for -πάρειος]
red-cheeked, epith. of ships, the bows of which were painted red, Od.