συνευνάζομαι

From LSJ
Revision as of 14:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

French (Bailly abrégé)

ao. συνηυνάσθην;
s’unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.

Greek Monotonic

συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνευνάζομαι: вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).

Middle Liddell

Pass. to lie with, Pind., Soph.