Φοινικόστολος

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek (Liddell-Scott)

Φοινῑκόστολος: -ον, ὁ ὐπὸ τῶν Φοινίκων στελλόμενος, Φοιν. ἔγχεα, δηλαδὴ ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Πινδ. Ν. 9. 67.

English (Slater)

Φοινῑκόστολος
   1 of a Phoenician army πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα (the meaning with blood red spears is also intended, with ref. to the expedition of the Seven) (N. 9.28)

Greek Monotonic

Φοινῑκόστολος: -ον, αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες, Φοινικόστολα ἔγχεα, δηλ. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Φοινῑκόστολος: посланный финикиянами, финикийский или карфагенский (ἔγχεα Pind.).

Middle Liddell

Φοινῑκό-στολος, ον,
sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.