ἀμευσίπορος
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ον,
A path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où les routes s’entrecroisent (litt. s’échangent), carrefour.
Étymologie: *ἀμεύομαι, πόρος.
English (Slater)
ᾰμευσῐπορος, -ον
1 where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) (P. 11.38)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμευσῐ-]
donde se cambia de camino τρίοδος Pi.P.11.38.
Greek Monolingual
ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.
Greek Monotonic
ἀμευσίπορος: -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται μεταξύ τους, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμευσίπορος: с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).
Middle Liddell
with interchanging paths, Pind.