περιστρατοπεδεύομαι

Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 594] ringsum ein Lager schlagen, umlagern; Xen. Cyr. 3, 1, 6; τὴν πόλιν, Pol. 1, 30, 5, u. öfter im act., wie Plut. Fab. 22, D. Hal. 6, 29.

Greek (Liddell-Scott)

περιστρᾰτοπεδεύομαι: ἀποθ., στρατοπεδεύω ὁλόγυρα, κυκλώνω, πολιορκῶ· ἀπολ. ἢ μετ’ αἰτ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7, Κύρ. 3. 1, 6, κτλ. ― Τὰ ἐνεργ. παρὰ μεταγεν., Πολύβ. 1. 30, 5., 2. 2, 7, Πλουτ. Φάβ. 22, κτλ.

Greek Monotonic

περιστρᾰτοπεδεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ., κατασκηνώνω, περιβάλλω, κυκλώνω, απόλ. ή με αιτ., σε Ξεν.· η Ενεργ., σε μεταγεν. συγγραφείς, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. -εύσομαι
Dep. to encamp about, invest, absol. or c. acc., Xen.:—the Act. in later writers, Polyb., Plut., etc.