παλιμπλάζομαι

Revision as of 15:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

Pass., only in aor. part. παλιμπλαγχθείς,

   A foiled, driven back, Il.1.59, Od.13.5 (better divisim).

German (Pape)

[Seite 448] (s. πλάζομαι), zurück getrieben werden, kommt nur im partic. aor. παλιμπλαγχθέντες vor, zurückgetrieben, Il. 1, 59 Od. 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπλάζομαι: Παθ., ἐκ δευτέρου πλανῶμαι· εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀόρ. παλιμπλαγχθέντας, Ἰλ. Α. 59, Ὀδ. Ν. 5. ― Κατά τινας γραπτέον κατὰ διάστασιν: πάλιν πλαγχθέντας, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 278, καὶ Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 482.

French (Bailly abrégé)

seul. part. ao. Pass. παλιμπλαχθείς;
errer en revenant sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, πλάζω.

English (Autenrieth)

(πλάζω), aor. part. παλιμπλαγχθείς: be driven vainly (drifting) back, Od. 13.5, Il. 1.59.

Greek Monolingual

παλιμπλάζομαι (Α)
επιστρέφω περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλάζομαι «περιφέρομαι»].

Greek Monotonic

πᾰλιμπλάζομαι: Παθ., γυρίζω πίσω και περιπλανιέμαι, μόνο στη μτχ. αορ. αʹ παλιμπλαχθείς, περιπλανώμενος προς την πατρίδα, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμπλάζομαι [πάλιν, πλάζω] alleen ptc. aor. pass., teruggedreven worden.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμπλάζομαι: (только part. aor. pass. παλιμπλαγχθείς) странствовать обратным путем, отправляться в обратный путь Hom.

Middle Liddell

πᾰλιμ-πλάζομαι,
Pass. to wander back, only in aor. 1 part. παλιμπλαγχθείς wandering homewards, Hom.