ἀπασπαίρω

Revision as of 16:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A gasp away, θνῄσκει δ' ἀπασπαίρουσα E.Ion1207.

German (Pape)

[Seite 281] eigtl. fortzappeln, Eur. ἀπασπαίρουσα θνήσκει Ion. 1207, unter Zuckungen sterben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπασπαίρω: ἀγωνίζομαι, ἀγωνιῶ, τινάσσομαι, θνήσκει δ’ ἀπασπαίρουσα, ἀποθνήσκει ἐν σπασμοῖς (πρβλ. ἀποπνέω), Εὐρ. Ἴων 1207.

French (Bailly abrégé)

palpiter.
Étymologie: ἀπό, ἀσπαίρω.

Spanish (DGE)

retorcerse, dar boqueadas θνῄσκει δ' ἀπασπαίρουσα E.Io 1207.

Greek Monolingual

ἀπασπαίρω (Α) ασπαίρω
τινάζομαι, σπαράζω, αγωνιώ.

Greek Monotonic

ἀπασπαίρω: ξεψυχώ σπαρταρώντας, ψυχορραγώ, ψυχομαχώ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπασπαίρω: Eur. = ἀπασκαπίζω.

Middle Liddell

to gasp away life, Eur.