concert
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Ar. and P. συνιστάναι, P. κατασκευάζειν, V. ῥάπτειν, καταρράπτειν, ὑπορράπτειν, πλέκειν; see contrive.
Concert measures with: P. κοινολογεῖσθαι (πρός, acc.).
subs.
Agreement: P. συμφωνία, ἡ, ὁμόνοια, ἡ.
In concert, jointly: P. and V. κοινῇ.
Music: Ar. and P. μουσική, ἡ.