περιναιέτης

Revision as of 19:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one of those who dwell round, neighbour, Il.24.488, A.R.4.470.

German (Pape)

[Seite 583] ὁ, der Herumwohnende; κεῖνον περιναιέται ἀμφὶς ἐόντες τείρουσι, Il. 24, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 470.

Greek (Liddell-Scott)

περιναιέτης: -ου, ὁ, περίοικος, γείτων, Ἰλ. Ω. 488, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 470· πρβλ. περικτίονες. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 198.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite alentour.
Étymologie: περί, ναίω¹.

English (Autenrieth)

neighbor, pl., Il. 24.488†.

Greek Monolingual

ὁ, Α περιναιετώ
περίοικος, γείτονας.

Greek Monotonic

περιναιέτης: -ου, ὁ (ναίω), ένας από αυτούς που διαμένουν τριγύρω, γείτονας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

περιναιέτης: ου ὁ окрестный житель, сосед Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιναιέτης -ου, ὁ [περιναίω] omwonende.

Middle Liddell

περι-ναιέτης, ου, ὁ, ναίω
one of those who dwell round, a neighbour, Il.