βαλλαντιοτόμος

From LSJ
Revision as of 20:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλαντιοτόμος Medium diacritics: βαλλαντιοτόμος Low diacritics: βαλλαντιοτόμος Capitals: ΒΑΛΛΑΝΤΙΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: ballantiotómos Transliteration B: ballantiotomos Transliteration C: vallantiotomos Beta Code: ballantioto/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A cutpurse, footpad, Ecphantid.4, TeleclId.15, Aeschin.3.207, v. l. in Pl.R.552d (leg. βαλλαντιᾱτόμοι (βαλ- codd. AF)); τοῖσι βαλλαντιοτόμοις, prob. for τοῖς βαλαντιοτόμοις, Ar.Ra.772.

French (Bailly abrégé)

c. βαλαντιοτόμος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): βαλαντιοτόμος Philostr.VA 4.22
cortabolsas, ratero Ecphantid.5, Telecl.16, Ar.Ra.772, Pl.R.552d, Aeschin.3.207, Philostr.l.c.

Greek Monotonic

βαλλαντιοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)λάντια, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

τέμνω
a cut-purse, Ar., Plat.