Ἐναρέες

From LSJ
Revision as of 22:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

German (Pape)

[Seite 829] od. Ἐνάριες, οἱ, nach Her. 1, 105. 4, 67 Scythen (auch das Wort scheint scythisch), die an der θήλεια νοῦσος litten.

Greek Monotonic

Ἐναρέες: ή -ίες, οἱ, πιθ. σκυθ. λέξη, που αντιστοιχεί στο ελληνικό ἀνδρόγυνοι, συμμορία που βεβήλωσε το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη Άσκαλον, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

irreg_decl3 irreg_decl3
prob. a Scythian word, answering to the Greek ἀνδρόγυνοι, a band who plundered the temple of Aphrodite at Ascalon, Hdt.