ἐπισυκοφαντέω

Revision as of 22:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A harass yet more with frivolous accusations, Hyp. Fr.243, Plu.Ant.21.

German (Pape)

[Seite 986] noch dazu chikaniren, verleumden, Plut. Anton. 21; Poll. 8, 31 aus Hyperid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισῡκοφαντέω: ἔτι μᾶλλον συκοφαντῶ, ἐνοχλῶ δι’ ἀνοήτων κατηγοριῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31, Πλουτ. Ἀντών. 21.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
calomnier encore, acc..
Étymologie: ἐπί, συκοφαντέω.

Greek Monotonic

ἐπισῡκοφαντέω: μέλ. -ήσω, ενοχλώ ακόμη περισσότερο με ανόητες κατηγορίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισῡκοφαντέω: (сверх того или также) клеветать (τινα Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to harass yet more with frivolous accusations.