ἐρυκανάω

Revision as of 22:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

poet. for ἐρύκω,

   A restrain, withhold, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od.1.199 : c.inf., from doing, Q.S.12.205 : also Ep. impf. ἐρύκανε (from ἐρῡκάνω) Od.10.429, cf. Orph.A.647.

German (Pape)

[Seite 1036] poet. Dehnung des praes. für ἐρύκω, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od. 1, 199; ἐρυκανόωσα μάχεσθαι Qu. Sm. 12, 205.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῡκᾰνάω: ποιητ. ἀντὶ ἐρύκω, κωλύω, ἐμποδίζω, κρατῶ, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ’ ἀέκοντα Ὀδ. Α. 199· μετ’ ἀπαρ., κωλύω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἐρικανόωσα μάχεσθαι Κόϊντ. Σμ. 12. 205· ὡσαύτως, Ἐπικ. παρατ. ἐρύκανε (ἐκ τοῦ ἐρυκάνω), Ὀδ. Κ. 429, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 650.

French (Bailly abrégé)

seul. 3ᵉ pl. prés. épq. ἐρυκανόωσι;
c. ἐρύκω.

Greek Monotonic

ἐρῡκᾰνάω: περιορίζω, εμποδίζω, συγκρατώ, Επικ. μτχ. θηλ. ἐρυκανόωσ', σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. ἐρύκανε (από το ἐρυκάνω), στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῡκᾰνάω: (только 3 л. pl. praes. ἐρυκανόωσι) Hom. = ἐρύκω.

Middle Liddell

ἐρῡκᾰνάω,
to restrain, withhold, epic part. fem. ἐρυκανόωσ' Od. [imperf. ἐρύκανε from ἐρυκάνω, Od.]