εὐείμων

Revision as of 22:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A well-dressed, A.Pers.181: Sup. -ειμονώτατος Max.Tyr.3.10.

German (Pape)

[Seite 1064] ον, wohlgekleidet, Aesch. Pers. 177 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐείμων: -ον, = εὐείματος, δύο γυναῖκ’ εὐείμονε Αἰσχύλ. Πέρσ. 181.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
richement vêtu.
Étymologie: εὖ, εἷμα.

Greek Monolingual

εὐείμων, -ον (Α)
ωραία ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακο-είμων, μελαν-είμων].

Greek Monotonic

εὐείμων: -ον (εἷμα), καλοντυμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐείμων: 2, gen. ονος adj. красиво одетый (γυνή Aesch.).

Middle Liddell

εἷμα
well-robed, Aesch.