θεημοσύνη

Revision as of 23:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ἡ,

   A contemplation: a problem, AP11.352.10 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1191] ἡ, Beobachtung, Agath. 68 (XI, 352).

Greek (Liddell-Scott)

θεημοσύνη: ἡ, θεωρία, ὑποκείμενον σκέψεως, πρόβλημα, Ἀνθ. Π. 11. 352.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sujet de contemplation ; problème à résoudre.
Étymologie: θεήμων.

Greek Monolingual

θεημοσύνη, ἡ (Α) θεήμων
1. θέαση, παρατήρηση
2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα.

Greek Monotonic

θεημοσύνη: ἡ, θεώρηση, παρατήρηση, μελέτη, σχέδιο, ενατένιση, πρόβλημα, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θεημοσύνη: ἡ созерцание, наблюдение Anth.

Middle Liddell

θεημοσύνη, ἡ,
contemplation: a problem, Anth.