ὑποκύομαι
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ὑποκύομαι: Μέσ., συλλαμβάνω, μένω έγκυος, ὑποκῡσᾰμένη (όχι -κυσσαμένη), σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκύομαι: становиться беременной Hes.: ἡ δ᾽ ὑποκῡσᾰμένη Πελίην τέκε Hom. забеременев, (Тиро) родила Пелия.
Middle Liddell
Mid. to conceive, become pregnant, ὑποκῡσᾰμένη (not -κυσσαμένἠ, Hom., Hes.