ὑπόβρυχος
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
German (Pape)
[Seite 1212] = ὑποβρύχιος; dav. bes. ὑπόβρυχα als adv., unter Wasser, untergetaucht, überschwemmt; ὑπόβρυχα θῆκε Od. 5, 319; ὑπόβρυχα γενέσθαι, v. l. ὑποβρυχέα, Her. 7, 130; ναυτίλλονται Arat. Phaen. 426; u. a. sp. D., wie Qu. Sm. 13, 485 u. Opp. öfter. Vgl. übrigens Buttm. Lexil. II p. 126, der ὑπόβρυχα als einen metaplastischen Accusativ zu ὑποβρύχιος, etwa von ὑπόβρυξ, ansieht, was bes. zur hom. Stelle sehr passend ist.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόβρῠχος: -ον, = τῷ προηγ., Φιλῆς περὶ Ζῴων 2010. ΙΙ. ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ πληθ. ὑπόβρυχα ὡς ἐπίρρ., ὑπὸ τὸ ὕδωρ, τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόβρυχα θῆκε Ὀδ. Ε. 319· ὥστε Θεσσαλίην... ὑπόβρυχα γενέσθαι Ἡρόδ. 7. 130· ὑπ. ναυτίλλονται Ἄρατ. 426, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 145, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
υποβρύχιος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόβρυχα
υποβρυχίως, κάτω από την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος.
Greek Monotonic
ὑπόβρῠχος: -ον, = το προηγ.· το ουδ. πληθ. ὑπόβρυχα ως επίρρ., κάτω από νερό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Middle Liddell
ὑπό-βρῠχος, ον, = ὑ˘ποβρύχιος]
neut. pl. ὑπόβρυχα as adv., under water, Od., Hdt.