λιπόνεως

From LSJ
Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

German (Pape)

[Seite 52] = λιπόναυς, B. A. 412; τοὺς λιπόνεως, Dem. 50, 65.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, Δημ. 1226. 15, Λουκ. Κατάπλ. 3· ἴδε λειπανδρέω.

Greek Monolingual

λιπόνεως, -ων (Α)
λιπόναυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί-νεως].

Greek Monotonic

λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπόνεως: ω ὁ моряк-дезертир Dem., Luc.

Middle Liddell

λῐπό-νεως, ων, = λιπόναυς, Dem.]