λιπαρόχρως

From LSJ
Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

λιπαρόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
λιπαρόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»].

Greek Monotonic

λῐπᾰρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόχρως: ωτος Theocr. = λιπαρόχροος.

Middle Liddell

λῐπᾰρό-χρως, ωτος, = λῐπᾰρόχρους, Theocr.]