νῆις
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
νῆις: -ιδος, ὁ, ἡ· αἰτ. νήιδα Ἰλ. Η. 198, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 32, ἀλλὰ νῆιν Καλλ. Ἀποσπ. 111, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 130· (νη-, ἰδεῖν, εἰδέναι)· - ἀδαής, ἄπειρος, μὴ εἰδώς, οὐ νῆις ἀέθλων Ὀδ. Θ. 179· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἀπολ., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ναυτιλίης... νῆιν ἔχειν βίον, Καλλ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· - συγκρ. νηιδέστερος, Ἡσύχ. ΙΙ. (νή, ἴς), ἀδύνατος, ἀσθενής, Σουΐδ., δειλός, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
ιδος (νη-, root ϝιδ): unknowing, unpractised in; τινός, Od. 8.79; abs., inexperienced, Il. 7.198.
Middle Liddell
νῆ-ις, ιδος, ὁ, ἡ, [νη-, εἰδέναι
unknowing of, unpractised in a thing, c. gen., Od.; absol., Il.