Ἀρμενία
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ἡ,
A Armenia, ἡ μεγάλη and ἡ μικρά Str.11.12.3 and 4 sq., cf. App.Mith.105:—Adj. Ἀρμένιος, α, ον, Armenian: also Ἀρμενιακός, ή, όν, Str.11.14.12: -κόν, τό, apricot, Prunus Armeniaca, Dsc. 1.115, Gal.6.593 (also Ἀρμενική (sc. μηλέα) Id.12.76): -κὸς λίθος limestone coloured blue by copper carbonate, Id.5.105; χρυσόκολλα Ἀ. Dsc.5.89.