ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
βλᾱχά: Δωρ. ἀντὶ βληχή.
dor. c. βληχή.
ηβλ. βληχή.
βλᾱχά: Δωρ. αντί βληχή.
βλᾱχά: ἡ дор. = βληχή.
βλαχά Dor. voor βληχή.