γιγγλυμοειδής
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ές,
A like a hinge, τοῦ βραχίονος τὸ γ. Hp.Fract.2, Gal.2.735. Adv. -δῶς Gal.18(1).513.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς γίγγλυμον, Ἱππ. Ἀγμ. 751. - Ἐπίρρ. -δῶς Γαλην.
Spanish (DGE)
-ές
medic.
1 semejante a un gozne τοῦ ... βραχίονος τὸ γιγγλυμοειδές la articulación del codo Hp.Fract.2, cf. Gal.2.735.
2 adv. -ῶς a la manera de goznes γ. ... τοὺς σφονδύλους συγκεῖσθαι las vértebras están dispuestas como goznes Gal.18(1).513, τὸ γ. ἀλλήλοις συμβάλλειν Gal.2.735.
Greek Monolingual
γιγγλυμοειδής, -ές (Α)
όμοιος με γίγγλυμο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γιγγλυμοειδής -ές γίγγλυμος, εἶδος op een scharnier lijkend. Hp. Fract. 2.