τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
διακοσμέω, διαρμόζω, διατίθημι, κατακοσμέω, κοσμέω, στοιχίζω