νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(I)
-έω, Α
(σπάν. ποιητ. τ.) τρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ετεροιωμένη βαθμίδα τρόπ- του τρέπω, κατά τα συνηρημ. σε -έω / -ῶ (πρβλ. φέρω: φορῶ)].
(II)
-όω, ΜΑ τροπή
τρέπω κάποιον σε φυγή, κατατροπώνω.
(III)
-όω, Α
βλ. τροπώνω.