υπόσχομαι

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

Ν
(διαλ. τ.) υπόσχομαι.
ὑπόσχομαι ΝΜ
βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ.
γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. παρέχω ελπίδες («οι σπουδές του υπόσχονται καλή απόδοση»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) βλ. υπεσχημένος
3. φρ. «υπόσχεται λαγούς με πετραχείλια» — υπόσχεται πράγματα ανέφικτα
4. παροιμ. «όποιος 'πόσχεται βιαζούμενος μετανιώνει ανασούμενος» — όποιος δίνει βιαστικές υποσχέσεις, χωρίς προηγουμένως να σκεφθεί, μετανιώνει πικρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑπόσχομαι έχει σχηματιστεί από την υποτ. του αορ. ἵνα ὑπόσχωμαι του αρχ. ρ. ὑπισχνοῦμαι (βλ. λ. ὑπισχνοῦμαι)].