Θεσσαλία
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
ἡ, Thessaly, Hdt.3.96, etc.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Thessalie, contrée du N de la Grèce.
Russian (Dvoretsky)
Θεσσᾰλία: ион. Θεσσαλίη, атт. Θετταλία ἡ Фессалия (самая обширная страна на сев.-вост. Эллады; в ее состав входили области: Ἑστιαιῶτις или Ἑστιῶτις, Πελασγιῶτις, Θεσσαλιῶτις, Φθιῶτις, Μαγνησία, Δολοπία, Οἰταία, Μηλίς) Pind., Her. etc.