Διονῦ
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
as voc. of Διόνυσος in Phryn.Com.10 (Meineke); cf. διονῦς· ὁ γυναικίας καὶ παράθηλυς, Hsch.; διοννύς· ἡ γυναικεία καὶ θῆλυς ἐσθής, Eust.629.42.
Greek (Liddell-Scott)
Διονῦ: ὡς κλητ. τοῦ Διόνυσος παρὰ Φρυν. Κωμ. Κρον. 5· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 436.