Πίστιος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Ζεύς, ὁ, = Lat.
A Juppiter Fidius, D.H.4.58, al.
Greek (Liddell-Scott)
Πίστιος: Ζεύς, ὁ, ὁ παρὰ Ῥωμ. Jupiter Fidius, Διον. Ἁλ. 4. 58, κ. ἀλλ.· θεὸς Πίστιος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5934.