έμβιος

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἔμβιος, -ον)
αυτός που έχει μέσα του ζωή, ζωντανός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμβιος
γένος εμβιόπτερων εντόμων
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής μετά το κόψιμο και μπορεί να μεταφυτευθεί
2. ισόβιος.