καλόγερας
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
ο
καλόγερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. ονομαστικής αντί καλόγερος
η κατάλ. -ας αντί -ος από την ονομαστική πληθ. οι καλογέροι υποχωρητικά κατά τα σχήμα οι κοράκοι - ο κόρακας].