καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
-α, -ο, Ν
1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος
ο πιτυρίτης άρτος, το πιτυρούχο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + -ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].