νυχτικός

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

και νυκτικός -ή, -ό, θηλ. και -ιά (Μ νυκτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή συμβαίνει ή χρησιμοποιείται κατά τη νύχτα
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η νυχτικιά, το νυχτικό
ένδυμα, μακρύ συνήθως, που φοριέται τη νύχτα κατά τον ύπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα / νύκτα + κατάλ. -ικός].